- ψαμμισμός
- ψαμμ-ισμός, ὁ,A burying in sand, Paul.Aeg.3.78.19(pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψαμμισμός — ὁ, Α ενταφιασμός στην άμμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + ισμός*, μέσω αμάρτυρου *ψαμμίζω … Dictionary of Greek
ψαμμισμοῖς — ψαμμισμός burying in sand masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαμμισμῷ — ψαμμισμός burying in sand masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)